- ἐξηργυρίσαντο
- ἐξαργυρίζωturn into moneyaor ind mid 3rd pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαργυρίζω — ἐξαργυρίζω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) μεταβάλλω σε αργύριο, σε χρήμα, δίνω κάτι και παίρνω χρήματα, πουλώ, εξαργυρώνω 2. μέσ. παίρνω με τη βία χρήματα από κάποιον («ἐπειδή δε πάντας ἐξηργυρίσαντο», Πολ.) … Dictionary of Greek